αναισχυντογραφία

αναισχυντογραφία
η
το να γράφει κανείς αναίσχυντα, ανήθικα πράγματα, ανηθικογραφία, πορνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισχυντογράφος. Η λ. «αναισχυντογραφίαι» μαρτυρείται από το 1863 στον Ιω. Σταματέλο, φιλόλογο και συγγραφέα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναισχυντογράφος — ο (Α ἀναισχυντογράφος) αυτός που γράφει ανήθικα πράγματα, ανηθικογράφος, πορνογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσχυντος + γράφος < γράφω). ΠΑΡ. νεοελλ. αναισχυντογραφία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”